- κοινωνιόλεκτο
- το, και κοινωνιόλεκτος, ηόρος που δηλώνει το γλωσσικό ιδίωμα που χρησιμοποιείται από μια κοινωνική ομάδα, ο κοινός γλωσσικός μέσος όρος μιας γλωσσικής κοινότητας, αλλ. κοινωνική διάλεκτος.[ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου και αντιδάνεια λ. ως προς το β' συνθετικό της, πρβλ. γαλλ. sociolecte < socio- (που αποδίδεται ως κοινωνιο-*) + -lecte (πρβλ. -λεκτος < λέγω), πρβλ. διά-λεκτος, ιδιό-λεκτος].
Dictionary of Greek. 2013.